ρυσμούμαι

ρυσμούμαι
-όομαι, Α
βλ. ῥυθμῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρυθμώ — (I) όω και μέσ. ιων. τ. ῥυσμοῡμαι, όομαι, Α [ῥυθμός / ῥυσμός] 1. ρυθμίζω, βάζω κάτι σε ρυθμό 2. παθ. ῥυθμοῡμαι, όομαι σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι σύμφωνα με ορισμένο τύπο. (II) έω, Α [ῥυθμός] 1. πιθ. ρυθμίζω 2. καθορίζω ποινή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”